πρότιμος — ον, Α 1. αυτός που τιμάται περισσότερο από κάποιον άλλο ή ο άξιος περισσότερης τιμής («οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἔστι πρότιμον ῥώμης ὅσσ ἀνδρῶν ἔργ ἐν ἀγῶνι πέλει», Ξεν.) 2. (για λίθους) πολύτιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τιμος (< τιμή) … Dictionary of Greek
προτιμότερ' — προτῑμότερα , πρότιμος most honoured neut nom/voc/acc comp pl προτῑμότερε , πρότιμος most honoured masc voc comp sg προτῑμότεραι , πρότιμος most honoured fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμότερον — προτῑμότερον , πρότιμος most honoured adverbial comp προτῑμότερον , πρότιμος most honoured masc acc comp sg προτῑμότερον , πρότιμος most honoured neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμοτέρα — προτῑμοτέρᾱ , πρότιμος most honoured fem nom/voc/acc comp dual προτῑμοτέρᾱ , πρότιμος most honoured fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμοτέραις — προτῑμοτέραις , πρότιμος most honoured fem dat comp pl προτῑμοτέρᾱͅς , πρότιμος most honoured fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμοτέρας — προτῑμοτέρᾱς , πρότιμος most honoured fem acc comp pl προτῑμοτέρᾱς , πρότιμος most honoured fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμοτέρω — προτῑμοτέρω , πρότιμος most honoured masc/neut nom/voc/acc comp dual προτῑμοτέρω , πρότιμος most honoured masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμοτέρων — προτῑμοτέρων , πρότιμος most honoured fem gen comp pl προτῑμοτέρων , πρότιμος most honoured masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμότατον — προτῑμότατον , πρότιμος most honoured masc acc superl sg προτῑμότατον , πρότιμος most honoured neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρότιμον — πρότῑμον , πρότιμος most honoured masc/fem acc sg πρότῑμον , πρότιμος most honoured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμία — ἡ, Α [πρότιμος] προτίμηση ή εξαιρετική τιμή στην απονομή τιμητικής εκδήλωσης («εἰς τὸ θεῑον προτιμία», επιγρ.) … Dictionary of Greek